- ἀνοῖσαι
- ἀ̱νοῖσαι , ἀνέωpres part act fem nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβουλή — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συβουλή Ν παραίνεση, προτροπή, υπόδειξη (α. «τά αποφεύγω... με συμβουλή τού γιατρού» β. «ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῑσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι», Ηρόδ. γ. «ὑπὸ μιᾱς ἀθέσμου συμβουλῆς», Τριώδ.) αρχ. σύσκεψη, συζήτηση.… … Dictionary of Greek